ακροπολος

ακροπολος
    ἀκροπόλος
    ἀκρο-πόλος
    2
    высоко вздымающийся, высокий
    

(ὄρεα Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακροπολος" в других словарях:

  • ακροπόλος — ἀκροπόλος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός 2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοι οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πόλος < πολῶ ( έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἀκροπόλος — high ranging masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόλα — ἀκροπόλος high ranging neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπολος — ἐπίπολος, ον (Α) ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀκροπόλοι — high ranging masc nom/voc pl ἀκροπόλος high ranging masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόλοις — ἀκροπόλοι high ranging masc dat pl ἀκροπόλος high ranging masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόλοισιν — ἀκροπόλοι high ranging masc dat pl (epic ionic aeolic) ἀκροπόλος high ranging masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόλων — ἀκροπόλοι high ranging masc gen pl ἀκροπόλος high ranging masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»